- διακρούω
- διακρούωknockpres subj act 1st sgδιακρούωknockpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακρούω — (Α) 1. διαπερνώ χτυπώντας 2. (για πήλινα αντικείμενα) δοκιμάζω με κρούση τη στερεότητα ή την ακεραιότητά τους 3. (για τον καρπό τής ελιάς) τινάζω 4. περιπλέκω, εμποδίζω 5. (για δίκη) αναβάλλω 6. θέτω κατά μέρος 7. μέσ. διακρούομαι αποκρούω 8. παθ … Dictionary of Greek
διακρούῃ — διακρούω knock pres subj mp 2nd sg διακρούω knock pres ind mp 2nd sg διακρούω knock pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκρουσμένον — διακρούω knock perf part mp masc acc sg διακρούω knock perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρουομένων — διακρούω knock pres part mp fem gen pl διακρούω knock pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρουσαμένων — διακρούω knock aor part mid fem gen pl διακρούω knock aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρουσάμενον — διακρούω knock aor part mid masc acc sg διακρούω knock aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρουσόμεθα — διακρούω knock aor subj mid 1st pl (epic) διακρούω knock fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρουόμεθα — διακρούω knock pres ind mp 1st pl διακρούω knock imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρουόμενον — διακρούω knock pres part mp masc acc sg διακρούω knock pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρουόντων — διακρούω knock pres part act masc/neut gen pl διακρούω knock pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)